- προσκληρώ
- -όω, Α [κληρῶ]1. διανέμω με κλήρο («ἄχθη γὰρ ὅτι τούτῳ τῷ βίῳ ἡ τύχη προσεκλήρωσέ σε», Λουκ.)2. απονέμω, προσδίδω3. παθ. προσκληροῡμαι, -όομαια) απονέμομαι, αποδίδομαιβ) ενώνομαι με κάποιον και τόν ακολουθώ, προσκολλώμαι («καί τινές ἐξ αὐτῶν ἐπείσθησαν καὶ προσεκληρώθησαν τῷ Παύλῳ καὶ τῷ Σίλᾳ», ΚΔ.).
Dictionary of Greek. 2013.